- πολυεστεροποίηση
- η, Ν1. χημ. συνοπτική ονομασία αντιδράσεων πολυμερισμού, που οδηγεί στον σχηματισμό πολυεστέρων2. φρ. «άμεση πολυεστεροποίηση»χημ. η αντίδραση πολυσυμπύκνωσης μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυεστέρας + ποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού ξεν. όρου polyesterification].
Dictionary of Greek. 2013.